- χαριτογλωττώ
- -έω, Α(αττ. τ.) βλ. χαριτογλωσσώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαριτογλωσσώ — χαριτογλωσσῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. χαριτογλωττῶ Α λέω γλυκά λόγια, μιλώ κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + γλωσσῶ (< γλωσσος < γλῶσσα), πρβλ. ὁμο γλωσσῶ / γλωττῶ] … Dictionary of Greek
χαριτογλωττίζω — Α χαριτογλωσσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. χαριτογλωσσῶ / χαριτογλωττῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek